- ὀρθωτήρ
- ὀρθωτήρ1 preserver οὕτω δ' Ἱέρωνι θεὸς ὀρθωτὴρ πέλοι (“bezieht sich auf die Krankheit des Königs,” Schr.) P. 1.56
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀρθωτήρ — one who sets masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλορθωτήρας — ο κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
ορθωτήρας — ο (Α ὀρθωτήρ, ῆρος) νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι 2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχες αρχ. αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.… … Dictionary of Greek